- ἐμφώνῳ
- ἔμφωνοςvocalmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφωνώ — ἐμφωνῶ ( έω) (Α) 1. φωνάζω κάποιον, προσφωνώ 2. μέσ. ἐμφωνοῡμαι εκφράζομαι, διατυπώνομαι με όρους … Dictionary of Greek